γενναῖος

γενναῖος
γενν-αῖος, α, ον, also ος, ον E.Hec.592: ([etym.] γέννα):—
A true to one's birth or descent (

εὐγενὲς μέν ἐστι τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, γενναῖον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA488b19

, cf. Rh.1390b22),

οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253

(nowhere else in Hom.);

γενναῖον δέ σοι ταχέως ὑπακούειν Ar.Fr.28

D.: hence,
I of persons, high-born, noble, Archil.107, etc.;

τέκνα Hdt.1.173

;

ὦ γονῇ γενναῖε S.OT1469

;

ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας Id.Fr.107.3

;

γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων ἀποφῆναι Pl.Tht.174e

; οἱ γ., opp. οἱ ἀγεννεῖς, Arist.Pol. 1296b22; so of animals, well-bred,

σκύλαξ Pl.R. 375a

, X.Cyr.1.4.15; opp. ἀγεννής, Arist.HA558b16.
2 noble in mind, high-minded, Hdt.3.140 ([comp] Sup.), S.El.129 (lyr.), etc.; τὸ γ., = γενναιότης, Id.OC 569; of actions, noble, Hdt.1.37;

λῆμα γ. Pi.P.8.44

;

τλάσας τὸ γ. S. OC1640

, cf. E.Alc.624; γ. ἔπος, λόγοι, πόνοι, S.Ph.1402, E.Heracl. 537, HF357 (lyr.).
3 as a form of polite speech, γενναῖος εἶ you are very good, Ar.Th.220.
b ὦ γενναῖε, common form of address in Pl., as Grg.494e, cf. S.Ph.801; ironical, D.H.7.46.
II of things, good of their kind, excellent,

μέλος A.Fr.281.5

; σταφυλή, σῦκα, Pl. Lg.844e; γενναίου . . ἄξιον οὐθενός of no great use, Ath.Mech.31.2
; ironical,

γένει γ. σοφιστική Pl.Sph.231b

(cf. 1.1), etc.; genuine, intense,

δύη S.Aj.938

, etc.; violent,

σεισμός Philostr. VA6.38

;

θάλπη Jul. Or. 2.101d

.
b γενναῖον· τὸ τῆς γενέσεως ἀρχηγόν, Hsch.
III Adv. -αίως nobly, Hdt.7.139, Th.2.41, Pl.La. 196b, Men.672;

ὅρκος, πῆγμα γ. παγέν A.Ag.1198

; ironical,

μάλα γ. ἐπιλαθόμενον ὧν εὖ πάθοι Jul. Or.3.125c

: [comp] Comp.

-οτέρως Pl.Tht.166c

, Ps.-Callisth. 1.38: [comp] Sup.

-ότατα E.Cyc.657

(lyr.).
2 irreg. [comp] Sup.

γενναιέστατος Dinol. 10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γενναῖος — true to one s birth masc nom sg γενναῖος true to one s birth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναίος, -α — ο επίρρ. α 1. ανδρείος, τολμηρός, θαρραλέος: Υπήρξε γενναίος αγωνιστής. 2. άφθονος, πλουσιοπάροχος: Πήρε γενναία αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖα — γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖε — γενναῖος true to one s birth masc voc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖοι — γενναῖος true to one s birth masc nom/voc pl γενναῖος true to one s birth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖαι — γενναῖος true to one s birth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότατ' — γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl pl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”